- δύσφραστον
- δύσφραστοςhard to tell: masc /fem acc sgδύσφραστοςhard to tell: neut nom /voc /acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
δύσφραστον — δύσφραστος hard to tell masc/fem acc sg δύσφραστος hard to tell neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσφραστος — δύσφραστος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα εκφράζεται ή ερμηνεύεται, μυστηριώδης («τρόπον τινὰ δύσφραστον») 2. δύσκολος 3. αυτός που μιλά με δυσκολία … Dictionary of Greek